τοναφασία

τοναφασία
η, Ν
ιατρ. διαταραχή τής μνήμης κατά την οποία ο πάσχων δεν μπορεί να αποδώσει με τη φωνή μουσικούς φθόγγους, αν και τούς αναγνωρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόνος + αφασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”